- ερημιτικός
- η , ό[ν] отшельнический, присущий отшельнику
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερημιτικός — ή, ό (Μ ἐρημιτικός, ή, όν) [ερημίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερημίτη («ερημιτική ζωή») … Dictionary of Greek
κελλιωτικός — κελλιωτικός, ή, όν (Α) [κελλιώτης] ερημιτικός, σε αντιδιαστολή με το κοινοβιακός («κελλιωτικά μοναστήρια», Θεόδ. Βαλσ.) … Dictionary of Greek